- ντύμα
- το, -ατος1. κάλυμμα, περικάλυμμα, κουβερτούρα: Πρέπει να βάλεις ντύματα στα βιβλία σου.2. επένδυση, ρούχο: Και θ' ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή, θα γδυθείς της αμαρτίας το ντύμα (Παλαμάς).3. το δέρμα ορισμένων ζώων που κατά καιρούς αποβάλλεται: Βρήκαμε στο δρόμο ένα ντύμα φιδιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.